- ὀξυδερκές
- ὀξυδερκήςsharp-sightedmasc/fem voc sgὀξυδερκήςsharp-sightedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξυδερκής — ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, ές) αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά νεοελλ. αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές η οξυδέρκεια αρχ. αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές… … Dictionary of Greek
ՍՐԱՏԵՍ — (ի, աց.) NBH 2 0757 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 9c, 10c, 11c, 12c, 15c ա. ՍՐԱՏԵՍ ὁξύ βλέπων, ὁξυωπής, ὁξυδερκής, ὁξυδερκέστατος acute vel acutum cernens, acutus visu, perspicax, acutissimi visus. որ եւ ՍՐԱՏԵՍԻԼ. Սրակն. սրահայեաց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)